συννέφω

συννέφω
συννέφ-ω, [tense] pf. συννένοφα:—
A collect clouds,

Ζεὺς ξυννέφει Ar.Av.1502

;

σ. τὸ περιέχον Plu.2.641d

: impers. συννέφει, it is cloudy,

εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ̄σαι Arist.Rh.1393a6

;

ξυννένοφε Ar.Fr. 46

.
2 trans., συννεφεῖν (leg. -νέφειν)

νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν LXX Ge.9.14

.
II metaph. of persons, συννέφουσαν ὄμματα wearing a dark and gloomy look, E.El.1078;

κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ar.Fr.395

(anap.), cf. Philostr.VS1.18.1;

ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε D.C.55.11

.
2 to be under a cloud, in adversity, opp. εὐτυχεῖν, E.Fr.330.7. (συννεφεῖ, etc., codd., corr. Cobet.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συννεφώ — (I) έω, Μ συννέφω* [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε έω/ῶ]. (II) όω, Μ είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”